ἐπαχθῶς

ἐπαχθῶς
ἐπαχθής
heavy
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επαχθώς — (Α ἐπαχθῶς) επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα …   Dictionary of Greek

  • καταθλιπτικός — ή, ό 1. δυσβάστακτος, καταπιεστικός («καταθλιπτική φορολογία») 2. αυτός που προκαλεί κατάθλιψη, βαθιά θλίψη (α. «καταθλιπτική ατμόσφαιρα» β. «καταθλιπτικό περιβάλλον») 3. φρ. «καταθλιπτική αντλία» αντλία που λειτουργεί με ισχυρή πίεση. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”